βουτυράδικο

βουτυράδικο
τό
1) маслобойня; 2) см. βουτυροπωλείο[ν]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βουτυράδικο" в других словарях:

  • βουτυράδικο — το εργαστήριο όπου παρασκευάζεται ή κατάστημα όπου πουλιέται βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυράδες (πληθ. του ουσ. βουτυράς) + (κατάλ.) ικο (πρβλ. γαλατάδικο)] …   Dictionary of Greek

  • βουτυράδικο — το 1. το βουτυροποιείο. 2. το βουτυροπωλείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτυροποιείο — το το βουτυροκομείο, το βουτυράδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουτυροπωλείο — το κατάστημα που πουλά βούτυρο, βουτυράδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»